- ηγεμόνευμα
- ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) [ηγεμονεύω]1. ηγεμονία, αρχηγία2. (με δοτ. αντί τού ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» — ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡγεμόνευμα — leading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγεμόνευμα — ἁ̱γεμόνευμα , ἡγεμόνευμα leading neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)